- γεροσύνη
- (I)η [γερός]1. η υγεία, η ευεξία2. (για πράγματα) η στερεότητα, η αντοχή.————————(II)η [γέρος]τα γεράματα.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
γέρος — ο (θηλ. γριά, η) 1. άνθρωπος πολύ προχωρημένης ηλικίας, ηλικιωμένος 2. ο γέροντας πατέρας 3. ο ηλικιωμένος σύζυγος 4. στον πληθ. οι γέροι οι γονείς 5. παροιμ. α) «ο γέρος κι αν στολίζεται, στον ανήφορο γνωρίζεται» όσο κι αν κρύβει κάποιος την… … Dictionary of Greek